- βαθμολογικός
- -ή, -όο σχετικός με τη βαθμολογία.[ΕΤΥΜΟΛ. < βαθμολογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1841 στον Κ. Μαυρογιάννη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βαθμολογικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με τη βαθμολογία ή το βαθμό: Το γήπεδο ήταν γεμάτο γιατί ο αγώνας είχε μεγάλο βαθμολογικό ενδιαφέρον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)